Διάβασα τις προάλλες για το καλοσώρισμα μιας μουσουλμάνας μαθήτριας στο Λύκειο του Αποστόλου Βαρνάβα.[1] Σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας η μουσουλμάνα μαθήτρια εκδιώχθηκε από το διευθυντή του λυκείου “με το καλημέρα της σχολικής χρονιάς”.[2]Έπρεπε να βγάλει τη μαντίλα της κατά τη διάρκεια των σχολικών ωρών. Μετά, ας την φορούσε. Κατά τη διάρκεια όμως των σχολικών ωρών, έπρεπε να αρνηθεί ένα σημαντικό θρησκευτικό της σύμβολο.
Ο διευθυντής εξήγησε, όπως αναφέρεται στο άρθρο της εφημερίδας, ότι μίλησε “με βάση τον νόμο…σύμφωνα με τον οποίο οι μαθητές πρέπει να έχουν ακάλυπτο το κεφάλι τους”. Το Υπουργείο διατείνεται ότι ο διευθυντής λειτουργούσε “εκτός πλαισίου” και εξήγγηλε εναντίον του πειθαρχική έρευνα. Δεν θα υπεισέλθω στο θέμα του τι ακριβώς έλεγε ο εν λόγω κανονισμός και αν άφηνε περιθώριο ερμηνείας από τον διευθυντή ότι η συμπεριφορά του ήταν εντός νομικού πλαισίου. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ένα γενικό σχόλιο το οποίο μπορεί να είναι χρήσιμο σε περίπτωση διαμόρφωσης νέων κανονισμών. Άνιση μεταχείριση μπορεί να προκληθεί και από πολιτική, η οποία δεν αφορά άμεσα ειδικά μια ομάδα μαθητών, αλλά φαίνεται να εφαρμόζεται σε όλους. Μπορεί δηλαδή ένας κανονισμός να αποτελεί φαινομενικά μια ουδέτερη πολιτική που δεν αναφέρεται ειδικά και ούτε προκαλεί άμεση άνιση μεταχείριση εναντίον κάποιας ομάδας μαθητών. Το Υπουργείο πρέπει να διερωτάται ποιο είναι το μήνυμα της εν λόγω πολιτικής στην πράξη, στην περίπτωση μας στη μουσουλμάνα μαθήτρια; Προκαλείται στην πράξη στη συγκεκριμένη μαθήτρια ένα ειδικό βάρος. Τα δικαιώματα δεν είναι φυσικά απόλυτα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ορίζονται και περιορίζονται σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά οι οποιοιδήποτε περιορισμοί τους πρέπει να κρίνονται αναγκαίοι και αναλογικοί. Είναι όμως το σχολείο που έχει το βάρος να αποδείξει ότι υπάρχει ένα δημόσιο συμφέρον ή δικαιώματα άλλων που επηρεάζονται από το θρησκευτικό σύμβολο της μουσουλμάνας μαθήτριας. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι υπάρχει ένα τέτοιος σημαντικός σκοπός, για την εξυπηρέτηση του οποίου πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα της μαθήτριας στην ίση μεταχείριση. Περαιτέρω, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν είναι κατάλληλα, αναγκαία και αναλογικά για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού. Κατά την γνώμη μου είναι πολύ δύσκολο, εώς αδύνατο, να αποδειχθεί ότι η απαγόρευση της μαντίλας μαθητριών στο σχολείο μπορεί να θεωρηθεί περιορισμός οποίος δικαιολογείται σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Στο σύντομο αυτό άρθρο, επιλέγω να αναλύσω την εκδίωξη της μαθήτριας χωρίς να αναλύσω τη θεωρία του δικαίωματος στη θρησκεία, η οποία είναι φυσικά εφαρμοστέα, αλλά μια καινούργια αντίληψη και θεωρία του δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης, την οποία υποστήριξα στο βιβλίο μου HUMAN RIGHTS, CONSTITUTIONAL LAW AND BELONGING: THE RIGHT TO EQUAL BELONGING IN A DEMOCRATIC SOCIETY, (Routledge, 2018).
Το μήνυμα που δίνεται στην μαθήτρια είναι ότι δεν ανήκει ως ισότιμο μέλος στη σχολική κοινότητα, γιατί φέρει μαντίλα. Πρέπει να αρνηθεί ένα σύμβολο το οποίο φέρει πάνω στο σώμα της, πιθανόν τις περισσότερες ώρες της μέρας. Πρέπει να αρνηθεί ένα σύμβολο στο οποίο πιστεύει και με το οποίο εκδηλώνει τη θρηκεία της και κατ’επέκταση την ταυτότητά της. Δίνεται το μήνυμα ότι δεν είναι ελεύθερη να είναι ο εαυτός της και να εκδηλώνει τη θρησκεία της με την εμφανίση της μέσα στο σχολείο. Το να φέρει την μαντίλα της είναι όμως μια ειρηνική εκδήλωση της θρησκευτικής της ταυτότητας σε μια πλουραλιστική και δημοκρατική κοινωνία.
Η εκδίωξη της μαθήτριας αποτελεί κατ’αρχήν παραβίαση του δικαιώματος της μουσουλμάνας μαθήτριας να ανήκει ως ισότιμο μέλος της δημοκρατικής σχολικής κοινότητας. Αντιλαμβάνομαι την ίση μεταχείριση ως το δικαίωμα να ανήκει κανείς ως ισότιμο μέλος μιας δημοκρατικής κοινωνίας, ή με άλλη διατύπωση, ως το δικαίωμα του δημοκρατικώς ανήκειν. Στο πρόσφατο μου βιβλίο, στην προσπάθεια μου να ορίσω το εν λόγω δικαίωμα, εντόπισα τρία εγγενή δικαιώματα: το δικαίωμα να ανήκει κανείς με ασφάλεια σε μια δημοκρατική κοινωνία, το δικαίωμα να ανήκει κανείς με ελευθερία στην ταυτότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία και το δικαίωμα να ανήκει κανείς με μια ελάχιστη άνεση σε μια δημοκρατική κοινωνία. Στην περίπτωση μας, υπάρχει κατ’αρχήν παραβίαση τουλάχιστον των δύο τελευταίων εγγενών δικαιωμάτων.
Η μαθήτρια επωμίζεται το βάρος να αποδείξει γιατί πρέπει να τύχει ισότιμης μεταχείρισης και σεβασμού με τους άλλους μαθητές, οι οποίοι δεν φέρουν μαντίλα. Επωμίζεται το βάρος να υπερασπιστεί την ταυτότητά της και να αποδείξει ότι δεν είναι κατώτερη των άλλων, αλλά έχει διαφορετική θρησκεία και αντίστοιχα θρησκευτικά σύμβολα. Στερείται της ελευθερίας να χαίρεται και να εκδηλώνει ειρηνικά την ταυτότητά της, αλλά και να χαίρει ίσου σεβασμού με τους άλλους μαθητές, οι οποίοι δεν φέρουν το ίδιο θρησκευτικό σύμβολο.
Η παραβίαση της ελεθερίας στην ταυτότητα της μαθήτριας προκαλεί και την παραβίαση του δικαιώματος στην ελάχιστη άνεση που χαίρει κάθε ισότιμο μέλος της δημοκρατικής σχολικής κοινότητας και της κοινωνίας, γενικότερα. Το κάλεσμα του σχολείου να αφαιρέσει την μαντίλα της η εν λόγω μαθήτρια δημιουργεί σοβαρό ενδεχόμενο να προκαλούνται αισθήματα ντροπής, απειλής, ανασφάλειας και συμπεριφορές άμυνας στην μαθήτρια, η οποία καλείται να αποδείξει ότι δεν είναι κατώτερη των άλλων. Η πρόκληση των πιο πάνω αρνητικών συναισθημάτων είναι αποτέλεσμα της παραβίασης της ελευθερίας της στην ταυτότητα.
Η παραβίαση στην ελάχιστη άνεση στον τρόπο που ανήκει η μαθήτρια στη σχολική κοινότητα της μπορεί να έχει επιπτώσεις στις σχέσεις της με τους δασκάλους της, τους συμμαθητές της, στη σύνδεση της με το σχολείο αλλά και στη σχολική της απόδοση. Ειδικότερα, η θεωρία της απειλής του στερεότυπου και των πρακτικών για μια ασφαλή ταυτότητα στο σχολείο έχει μακρά ιστορία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Όπως εξιστορούν οι DOROTHY M. STEELE και BECKI COHN-VARGAS, στο βιβλίο τους IDENTITY SAFE CLASSROOMS : PLACES TO BELONG AND LEARN, xiii (2013), ήταν το 1998 όταν μια μικρή ομάδα ερευνητών άρχισε να συζητά αν και πώς οι εκπαιδευτικοί μπορούν να δημιουργήσουν τάξεις στις οποίες οι Αφροαμερικανοί μαθητές μπορούσαν να έχουν καλύτερες σχολικές αποδόσεις αν ελευθερωθούν από την απειλή του στερεότυπου στο σχολείο.
Όπως εξηγούν οι θεμελιωτές της θεωρίας της απειλής του στερεότυπου, οι άνθρωποι από ομάδες εναντίων των οποίων υπάρχει στερεότυπο δυνατόν να ανησυχούν ότι θα κριθούν ή θα τύχουν αρνητικής μεταχείρισης ή ότι μπορεί να κάνουν κάτι το οποίο θα επιβεβαιώσει το υφιστάμενο στερεότυπο εναντίον τους. (Claude M. Steele, Steven J. Spenser & Joshua Aronson, Contending with group image: The psychology of stereotype and social identity threat σε M.P. ZANNA (ED.) ADVANCES EXPERIMENTAL SOCIAL PSYCHOLOGY (Vol.34, 379-440) San Diengo, CA: Academic Press 389 (2002)).
Η θεωρία άρχισε με το άρθρο της Καθηγήτριας Κοινωνικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Κλοντ Μέισον Στιλ και του Τζόσουα Αρόνσον, Επίκουρου Καθηγητή Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, αναφορικά με τη σχολική επίδοση των Αφροαμερικανών μαθητών το 1995. (Steele, C. M., & Aronson, J. Stereotype threat and the intellectual test performance of African- Americans, JOURNAL OF PERSONALITY AND SOCIAL PSYCHOLOGY, 69, 797-811 (1995)). Έτσι σύμφωνα με τη θεωρία “της απειλής του στερεότυπου”, μπορεί να υποστηριχθεί ότι προκαλείται η εντύπωση στην μαθήτρια ότι θεωρείται κατώτερη από τους άλλους και ότι τυχόν συμπεριφορά και/ή απάντησή της μέσα στην τάξη ή στο σχολείο θα επιβεβαιώσει το υφιστάμενο στερεότυπο εναντίον της. H μουσουλμάνα μαθήτρια μπορεί, όταν επανέλθει στο σχολείο, να επιλέξει να μην συμμετέχει ή να διστάζει να συμμετέχει μέσα στην τάξη ή σε δραστηριότητες στο σχολείο από τον φόβο της απειλής της επιβεβαίωσης του στερεότυπου εναντίον της.
Η έρευνα για την απειλή του στερεότυπου και η σύνδεσή της με τη μειωμένη απόδοση σε σημαντικούς τομείς μάθησης και απόδοσης αποτέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο μιας περαιτέρω έρευνας αναφορικά με πρακτικές που προωθούν την ασφάλεια στην ταυτότητα των μαθητών. Έτσι, το βιβλίο “τάξεις ασφαλούς ταυτότητας: χώροι να ανήκει και να μαθαίνει ο κάθε μαθητής” (DOROTHY M. STEELE και BECKI COHN-VARGAS, στο βιβλίο τους IDENTITY SAFE CLASSROOMS : PLACES TO BELONG AND LEARN, xiii (2013), προχωρεί ένα βήμα πιο πέρα από τη διαπίστωση της απειλής του στερεότυπου. Η ερευνητική τους ερώτηση ήταν ποιες πρακτικές πρέπει να υιοθετηθούν για να ελευθερωθούν οι μαθητές από την απειλή του στερεότυπου. Το αποτέλεσμα των ερευνών τους ήταν ότι χρειαζονται να υιοθετηθούν πρακτικές και μέθοδοι διδασκαλίας που να προωθούν την ασφάλεια στην ταυτότητα και τις θετικές σχέσεις μέσα στην τάξη. Συμπεραίνουν ότι :
[ο]ι μαθητές έχουν την αίσθηση της ασφάλειας στην ταυτότητα όταν πιστεύουν ότι η κοινωνική τους ταυτότητα είναι ενεργητικό, παρά βάρος στην επιτυχίας της τάξης και ότι είναι καλοδεχούμενοι, χαίρουν υποστήριξης και αξίζουν ανεξαρτήτως της ταυτότητας τους. (STEELE και COHN-VARGAS, σ.5)
Οι πρακτικές που μπορούν να προωθήσουν την ασφάλεια στην ταυτότητα εντοπίστηκαν σε τέσσερις κυρίως τομείς: (α) παιδοκεντρισμός, (β) πολυπολιτισμικότητα, (γ) σχέσεις μέσα στην τάξη και (δ) συναισθηματική και φυσική άνεση μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Καταλήγουν ότι είναι σημαντικό να επενδύσουμε στις θετικές σχέσεις με τους άλλους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς μέσα στην τάξη, “γιατί οι σχέσεις έχουν σημασία, ποιος είσαι και τι πιστεύεις και τι μπορείς να κάνεις έχει σημασία”. (STEELE και COHN-VARGAS, σ.8)
Είναι πασιφανές ότι η εκδίωξη της μουσουλμάνας μαθήτριας παραβιάζει το δικαίωμα της να ανήκει ως ισότιμο μέλος στη σχολική της κοινότητα. Η μαθήτρια δεν μπορεί να νιώσει ότι ανήκει ως ισότιμο μέλος στη σχολική της κοινότητα, γιατί φέρει ένα θρησκευτικό σύμβολο που δεν φέρουν άλλοι μαθητές. Πληρώνει τη διαφορετικότητα της με το τίμημα της αίσθησης ότι δεν έχει θέση στο σχολείο όπως είναι και όπως θέλει να είναι, αν και ειρηνικά εκδηλώνει την ταυτότητά της. Παραβιάζεται η ελευθερία στην ταυτότητα της και το παρεπόμενο δικαίωμα να ανήκει στη σχολική κοινότητα με μια ελάχιστη συναισθηματική και φυσική ασφάλεια, την οποία κάθε ισότιμο μέλος μιας δημοκρατικής κοινωνίας απολαμβάνει.
Τα μηνύματα που δίνει το σχολείο στους μαθητές για την αποδοχή τους από το σχολείο, τη συμπερίληψη τους, τη συμμετοχή τους, τη θέση τους και γενικά τον τρόπο που ανήκουν στη σχολική κοινότητα είναι μηνύματα για το πώς ανήκουν και στην ευρύτερη κοινωνία. Το σχολείο είναι καίριος θεσμός της κοινωνίας και αποτελεί τον μικρόκοσμο της ευρύτερης κοινωνίας. Ο χώρος του σχολείου είναι ίσως ο πρώτος χώρος, όπου το παιδί βρίσκεται ως μέλος μιας μεγαλύτερης από την οικογένεια του κοινότητας. Εκεί πρέπει να μαθαίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα πώς είναι να συνυπάρχει, να ανέχεται, να δέχεται, να εμπιστεύεται τους συμμαθητές του και τους δασκάλους του, να κάνει όνειρα για το μέλλον του, να γιορτάζει τη διαφορετικότητα και να την αξιοποιεί για να διαμορφώσει την προσωπικότητα του. Για να μπορεί η σχολική κοινότητα να είναι μια δημοκρατική σχολική κοινότητα πρέπει να είναι μια συμμετοχική κοινότητα ισότιμων μελών. Κάθε μαθητής έχει το δικαίωμα να ανήκει ως ισότιμο μέλος στην συμμετοχική αυτή κοινότητα. Η εκδίωξη της μουσουλμάνας μαθήριας παραβιάζει έκδηλα το δικαίωμα της να ανήκει σε μια δημοκρατική σχολική κοινότητα με ελευθερία στην ταυτότητα της και μια ελάχιστη φυσική και συναισθηματική άνεση.
[1] Καθημερινή, Το ζήτημα της «μαντίλας» φέρνει εξελίξεις, Παιδεία, 9 Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019,
[2] Id.